- περίερκτος
- περίερκτος, ον,A enclosed,
κάνναισι Pherecr.63
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάνναισι Pherecr.63
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίερκτος — enclosed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίερκτος — ον, Α [περιέργω] περιφραγμένος … Dictionary of Greek